Κτηματολογικό Δίκαιο: Προσφυγή-Αντιρρήσεις κατά απορριπτικής πράξεως (αρνητικής αποφάσεως) Προϊσταμένου Κτηματολογικού Γραφείου (άρθρο 16 παρ. 5 ν. 2664/1998), ο έλεγχος νομιμότητας και η 2249/2020 απόφαση-σταθμός του Εφετείου Αθηνών

Νομικό Διδακτήριο > Blog > ΝΕΑ - ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ > Κτηματολογικό Δίκαιο: Προσφυγή-Αντιρρήσεις κατά απορριπτικής πράξεως (αρνητικής αποφάσεως) Προϊσταμένου Κτηματολογικού Γραφείου (άρθρο 16 παρ. 5 ν. 2664/1998), ο έλεγχος νομιμότητας και η 2249/2020 απόφαση-σταθμός του Εφετείου Αθηνών
Κατατακτήριες για την εισαγωγή στην Νομική Σχολή Αθηνών - Θεσσαλονίκης - Μαθήματα νομικής στην Αθήνα

Ο αιτών πολίτης προσέφυγε στο αρμόδιο Δικαστήριο (Κτηματολογικό Δικαστή) εναντίον παράνομης αρνητικής αποφάσεως (άρνηση καταχώρισης) Προϊσταμένης Κτηματολογικού Γραφείου του νομού Αττικής και άσκησε δικαστικώς τις “αντιρρήσεις” που προβλέπει το άρθρο 16 παρ. 5 ν. 2664/1998 (Εθνικό Κτηματολόγιο) προκειμένου η εν λόγω Προϊσταμένη να συμμορφωθεί προς το Νόμο και, συνακολούθως, να υποχρεωθεί – διαταχθεί (εκ του Δικαστηρίου πλέον) να καταχωρίσει στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου την εγγραπτέα πράξη (εν προκειμένω αποδοχή κληρονομίας), όπως εξαρχής είχε νομίμως ζητήσει ο θιγόμενος πολίτης. Η υπόθεση, τελικώς, έφτασε στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, οπότε και εκδικάσθηκε από το καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Εφετείο Αθηνών. Εξεδόθη συναφώς η υπ΄ αριθμ. 2249/2020 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών η οποία διέταξε την Προϊσταμένη του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου όπως καταχωρίσει στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου την αιτηθείσα εγγραπτέα πράξη (εν προκειμένω αποδοχή κληρονομίας) και μάλιστα με χρόνο καταχώρισης αναδρομικά από την ημερομηνία υποβολής της αρχικής αίτησης του πολίτη (αυτής δηλ. που είχε εξυπαρχής υποβάλει στο Κτηματολογικό Γραφείο και η οποία είχε αρχικώς απορριφθεί από την Προϊσταμένη).

Η προαναφερθείσα απόφαση του Κτηματολογικού Δικαστή (πρόκειται για την πρώτη στα ελληνικά δικαστικά χρονικά δευτεροβάθμια απόφαση Εφετείου) αποκατέστησε την κτηματολογική και δικονομική νομιμότητα σύμφωνα και με το άρθρο 16 του νόμου 2664/1998 εξαφανίζοντας ταυτοχρόνως μία καταφανή και κατάδηλη διοικητική παρανομία, αποτελώντας έκτοτε η απόφαση αυτή (υπ΄ αριθμ. 2249/2020 απόφαση του Εφετείου Αθηνών) μία πρότυπη απόφαση – σταθμό και έναν σημαντικό ερμηνευτικό οδοδείκτη στην ορθή ερμηνεία όσο και εφαρμογή του κτηματολογικού δικαίου αλλά, πρωτίστως, αποτελώντας η απόφαση αυτή το πλέον ισχυρό νομικό εργαλείο αποτελεσματικής προστασίας του κάθε πολίτη απέναντι σε κατάφωρα παράνομες και προδήλως εσφαλμένες απορριπτικές πράξεις των Προϊσταμένων εκδιδόμενες κατά σαφή παραβίαση των άκρων ορίων του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο έχουν, πράγματι, εξουσία και αρμοδιότητα να διενεργούν – εντός ορισμένου, ωστόσο, περιοριστικού πλαισίου που χαράσσεται από το Νόμο- οι Προϊστάμενοι των κατά τόπους Κτηματολογικών Γραφείων ως προς τις εκάστοτε αιτούμενες εγγραπτέες πράξεις του άρθρου 12 του νόμου 2664/1998.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που αμέσως μετά την έκδοση της εν λόγω πρότυπης αυτής αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, πολλές μεταγενέστερες δικαστικές αποφάσεις παραπέμπουν ρητά στην εν λόγω απόφαση ως ερμηνευτικό φάρο στην αντιμετώπιση όλων των σχετικών ζητημάτων του Κτηματολογικού Δικαίου. Βλ. εντελώς ενδεικτικά Πρωτοδικείο Αθηνών 698/2025, Εφετείο Αθηνών 1970/2023, Εφετείο Θεσ/κης 983/2021 κ.α. Όλες τους παραπέμπουν πλέον σταθερά και αταλάντευτα στην πρότυπη υπ΄ αριθμ. 2249/2020 απόφαση-σταθμό του Εφετείου Αθηνών, την πρώτη στα ελληνικά χρονικά δικαστική απόφαση που δικαίωσε σε δεύτερο και τελεσίδικο βαθμό πολίτη έναντι παράνομης απόρριψης (άρνησης καταχώρισης εγγραπτέας πράξης) Προϊσταμένου Κτηματολογικού Γραφείου. Την εν λόγω επίδικη υπόθεση χειρίστηκε ενώπιον του ως άνω Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ο Δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω Βασίλειος Ηλ. Σταματόπουλος (Δ.Ν. – Dr. of Laws).

Παρατίθεται αυτούσια η εν λόγω απόφαση του Εφετείου Αθηνών και εν συνεχεία, κάτωθι αυτής, ακολουθούν ορισμένες κρίσιμες και απολύτως εξειδικευμένες νομικές παρατηρήσεις του παραστάντος ενώπιον του προαναφερθέντος (επιληφθέντος με την συγκεκριμένη ένδικη υπόθεση) δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, Δικηγόρου Βασιλείου Σταματόπουλου υπό την επιπρόσθετη ακαδημαϊκή ιδιότητά του ως Διδάκτορος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με πολυετή θεωρητική και κυρίως πρακτική – επαγγελματική (αμιγώς δικαστηριακή) εξειδίκευση στο Κτηματολογικό Δίκαιο και το ν. 2664/1998.

Αριθμός Απόφασης: 2249/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ


Αποτελούμενο από την Δικαστή Αλεξάνδρα Πολύζου, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών, και από την Γραμματέα Βασιλική Ανδριοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση:

Του εκκαλούντος – αιτούντος: …. του …., κατοίκου …. Αττικής, οδός ….αρ…., με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Βασιλείου Σταματόπουλου.

Ο αιτών και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών την από 17-11-2017 (με αρ. κατ. …/…/2017) αίτηση – αντιρρήσεις του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Επί της αίτησης εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία η 217/2019 απόφαση του Κτηματολογικού Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αίτηση – αντιρρήσεις. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ως άνω αιτών με την από 11-7- 2019 έφεσή του απευθυνόμενη προς το Δικαστήριο τούτο (με αριθ. εκθ. κατ. …/…/15-7-2019 στο εκδόν Δικαστήριο). Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό …/…/2019 και η συζήτησή της προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος εμφανίστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 11-7-2019 έφεσή του αιτούντος η οποία κατατέθηκε στις 15-7-2019 με αριθ. εκθ. κατ. …/…/15-7-2019 στο εκδόν Δικαστήριο κατά της με αριθμό 217/2019 απόφασης του Κτηματολογικού Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και απέρριψε την αίτηση – αντιρρήσεις που είχε ασκήσει ο εκκαλών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, εν όψει του προαναφερομένου χρόνου άσκησής της μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 3994/25.7.2011), εφόσον έχει επισυναφθεί στην έκθεση κατάθεσής της στο εκδόν Δικαστήριο το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής …. e- παράβολο του Δημοσίου, συνολικού ποσού 100 ευρώ). Έχει δε ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα. Ειδικότερα, η ένδικη έφεση έχει ασκηθεί με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη απόφαση πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 15-7-2019, δηλαδή εντός της κατά το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ οριζόμενης τριετούς προθεσμίας, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στις 18-1-2019, αφότου αφετηριάζεται η πιο πάνω καταχρηστική τριετής προθεσμία για την άσκησή της. Επομένως, η κρινόμενη έφεση, που είναι εμπρόθεσμη και έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 2 αριθμ. 2 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις», μεταξύ των αρχών που διέπουν το Κτηματολόγιο περιλαμβάνεται και η αρχή του ελέγχου της νομιμότητας των τίτλων και λοιπών αναγκαίων στοιχείων για την αποδοχή της αίτησης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία. Κατά δε το άρθρο 16 παρ.1,2 και 5 του ίδιου νόμου, ο διενεργούμενος στο Κτηματολογικά Γραφείο έλεγχος κάθε αίτησης και των συνυποβαλλόμενων δικαιολογητικών είναι έλεγχος νομιμότητας, κατ’ αυτόν ελέγχεται ιδίως: α) αν το Κτηματολογικά Γραφείο είναι αρμόδιο κατά τόπο, β) αν το δικαίωμα στο οποίο αφορά η αίτηση και η πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση στα κτηματολογικά φύλλα περιλαμβάνονται μεταξύ εκείνων των οποίων ο νόμος επιτάσσει την καταχώριση, γ) αν για την πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων της, δ) αν για την πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση συνυποβάλλονται με την αίτηση, με πληρότητα και ακρίβεια, τα αναφερόμενα στο άρθρο 14 δικαιολογητικά, ε) αν το πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε εκποίηση ή του οποίου δικαίωμα επιδιώκεται να επιβαρυνθεί ή δεσμευτεί, αναγράφεται στο κτηματολογικό βιβλίο ως δικαιούχος, στ) αν ο εμφανιζόμενος κατά την υποβολή της αιτήσεως ως πληρεξούσιος, νόμιμος αντιπρόσωπος ή εκπρόσωπος νομικού προσώπου νομιμοποιείται να προβεί στη ζητούμενη καταχώριση. Αν ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου αρνηθεί τη ζητούμενη καταχώριση σημειώνει την άρνησή του και εκθέτει συνοπτικά του λόγους της επί της αιτήσεως ή σε επισυναπτόμενο στην αίτηση πρόσθετο φύλλο και γνωστοποιεί αμελλητί την απόφασή του αυτή στον αιτούντα. Κατά της αρνητικής απόφασης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου, καθώς και της εξάλειψης καταχώρισης, ο αιτών δικαιούται να προβάλλει αντιρρήσεις. Οι αντιρρήσεις υποβάλλονται με αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή και εγγράφονται στο Κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Ο Κτηματολογικός Δικαστής, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ελέγχει αν η αντίρρηση έχει εγγράφει στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου και σε αρνητική, περίπτωση την απορρίπτει ως απαράδεκτη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 5 του άρθρου 791 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. ( ΜΠρΘεσ12784/2015, ΜΠρΘεσ4308/2009 ΤρΝΠλ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση ο εκκαλών ζητεί να εξαφανισθεί η με αριθμό 217/2019 απόφαση του Κτηματολογικού Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και απέρριψε την αίτηση – αντιρρήσεις που είχε ασκήσει ο εκκαλών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της άρνησης καταχώρισης εγγραπτέας πράξεως της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου …. Αττικής να καταχωρίσει στο φύλλο με αριθμό ΚΑΕΚ …. των κτηματολογικών βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου …., που αφορά οριζόντια ιδιοκτησία εμβαδού 36 τ.μ. που βρίσκεται στο …. Αττικής επί της οδού … αρ…., της υπ`αριθμ…../26-4-
2012 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών …. με χρόνο καταχώρησης ( κατ` άρθρο 15 παρ.2 εδ.γ’ του ν.2664/1998) την ημερομηνία υποβολής της αρχικής αίτησης για καταχώριση, ήτοι την 20-6-2017.

Από το συνδυασμό των άρθρων 1710, 1813, 1846, 1847, 1884, 1193 και 1195 του Α.Κ. προκύπτει ότι μπορεί να μεταγράφει οποιοδήποτε δημόσιο έγγραφο, από το οποίο αποδεικνύεται η αποδοχή της κληρονομιάς, όπως είναι η δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς, το κληρονομητήριο, αλλά και το πιστοποιητικό του αρμοδίου Γραμματέα περί μη αποποιήσεως της κληρονομιάς. Τούτο δε γιατί η αποδοχή της κληρονομιάς μπορεί να γίνει είτε ρητά είτε σιωπηρά, το δε τελευταίο συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεως της κληρονομιάς (ΑΚ 1847). Στην περίπτωση αυτή η αποδοχή πιστοποιείται με προσαγωγή πιστοποιητικού του αρμόδιου γραμματέα περί μη εμπρόθεσμης αποποιήσεως. Συνεπώς, μπορεί να μεταγράφει οποιοδήποτε δημόσιο έγγραφο που αποδεικνύει την αποδοχή της κληρονομιάς. Ο δε αρμόδιος Υποθηκοφύλακας ή Προϊστάμενος Κτηματολογικού Γραφείου δε δικαιούται να αρνηθεί τη μεταγραφή ή την καταχώρισης πιστοποιητικού μη αποποίησης κληρονομιάς, με αίτηση είτε του δανειστή του κληρονόμου. Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, για την υποκατάσταση του κληρονόμου από τρίτους είναι η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης. (ΕφΑΘ 4799/2007 ΕλλΔνη 2008. 896, ΕφΘεσ 10/1994 Αρμ. 1994). Εξάλλου, η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης, η οποία συνιστά σιωπηρή αποδοχή του συνόλου της κληρονομιάς του αποβιώσαντος, έχει ως αποτέλεσμα ο νόμιμος κληρονόμος του κληρονουμένου να αποδέχεται το σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας του κληρονομουμένου, δηλαδή το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της κληρονομιάς. Η δε άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης, η οποία συνιστά σιωπηρή αποδοχή, ανατρέχει πάντα στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, ο οποίος αποτελεί και το χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς.
Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ.1 του ν, 2664/1998, ο διενεργούμενος στο Κτηματολογικό Γραφείο έλεγχος κάθε αίτησης και των συνυποβαλλόμενων δικαιολογητικών είναι έλεγχος νομιμότητας. Κατ’ αυτόν ελέγχεται ιδίως α) εάν το κτηματολογικό γραφείο είναι αρμόδιο κατά τόπο, β) αν το δικαίωμα στο οποίο αφορά η αίτηση και η πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση στα κτηματολογικό φύλλα, περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων των οποίων ο νόμος επιτάσσει την καταχώριση, γ) αν για την πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες από το νόμο προϋποθέσεις για την επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων της, δ) εάν για την πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση συνυποβάλλονται με την αίτηση, με πληρότητα και ακρίβεια, τα αναφερόμενα στο άρθρο 14 δικαιολογητικά, ε) αν το πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε εκποίηση ή του οποίου το δικαίωμα επιδιώκεται να επιβαρυνθεί ή να δεσμευτεί, αναγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο ως δικαιούχος, στ) αν ο εμφανιζόμενος κατά την υποβολή της αιτήσεως ως πληρεξούσιος, νόμιμος αντιπρόσωπος ή εκπρόσωπος νομικού προσώπου, νομιμοποιείται να προβεί στη ζητούμενη καταχώριση. Σύμφωνα δε με την εισηγητική έκθεση του ως άνω νόμου, με το άρθρο 16 ειδικεύεται η κατά τα άρθρο 2 αρ. 2 αρχή του ελέγχου της νομιμότητας των τίτλων και λοιπών αναγκαίων στοιχείων για την αποδοχή της αίτησης εγγραφής στα κτηματολογικό βιβλία. Η αρχή αυτή αποτελεί το προαπαιτούμενο για το κατά το άρθρο 13 τεκμήριο ορθότητας των κτηματολογικών εγγραφών. Για αυτό και ο έλεγχος της νομιμότητας, που εκτείνεται σε ότι αναγράφεται στην προπαρατεθείσα διάταξη, δεν είναι μόνο τυπικός. Είναι έλεγχος της “καταλληλότητας” της εγγραπτέας πράξης, με την έννοια του ελέγχου της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την επέλευση της επιδιωκόμενης με αυτήν μεταβολής. Εννοείται, όμως, ότι ο έλεγχος αυτός, που ενεργεί ο Προϊστάμενος του κτηματολογικού Γραφείου, οι εξουσίες του οποίου σαφώς είναι ευρύτερες και ουσιαστικότερες αυτών του Υποθηκοφύλακα, περιορίζονται στις μεταγενέστερες εγγραφές και όχι στις αρχικές. Εξάλλου, ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου δεν μπορεί να ελέγχει την ορθότητα του εκδοθέντος από τον Ο.Κ.ΧΕ. κτηματολογικού φύλλου (ΜΠρΘεσ 4308/2009 Αρμ. 2009. 1672, ΜΠρΘεσ 1483/2006 Αρμεν. 2007. 47).
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο Προϊστάμενος του κτηματολογικού Γραφείου δεν μπορεί να επεκτείνει τον έλεγχο που διενεργεί σε προηγούμενες εγγραφές στο υποθηκοφυλακείο ή σε εξέταση και συσχετισμό μεταγεγραμμένων τίτλων, διότι δεν του δίνει ο νόμος σχετικό δικαίωμα. Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθορίζεται με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ.2 (ΕφΠατρ 226/2012 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής α) αν ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, δηλαδή ο αποβιώσας κατά το χρόνο έναρξης αυτού ήταν εν ζωή, τότε δικαιούχος του εγγραπτέου δικαιώματος είναι ο κληρονομούμενος και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή των στοιχείων του κληρονομουμένου στο κτηματολογικό φύλλο και β) αντίθετα αν ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, τότε δικαιούχοι του εγγραπτέου δικαιώματος είναι οι κληρονόμοι αυτού, δεδομένου ότι δε νοείται να είναι φορέας εμπραγμάτων δικαιωμάτων πρόσωπο το οποίο δεν υπάρχει, και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή στο κτηματολογικό φύλλο των κληρονόμων του αποβιώσαντος (ΕφΑΘ 5848/2010 ΕλλΔνη2011. 568).

Με την υπό κρίση έφεση ο εκκαλών παραπονείται για εσφαμένη εφαρμογή του νόμου και συγκεκριμένα του άρθτου 16 του ν.2664/1998 και έλλειψη νομίμου βάσεως λόγω αντιφατικών αιτιολογιών και ισχυρίζεται ότι ενώ η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε στο αιτιολογικό αυτής ότι « ο έλεγχος νομιμότητας που διενεργεί κατά το νόμο ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου, κατ’ άρθρο 16 ν 2664/1998 αφορά αποκλειστικώς και μόνο στη νομιμότητα της πράξεως της οποίας ζητείται η καταχώριση (εν προκειμένω της υπ’αριθμ …./26-4-2012 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών …..), χωρίς να δύναται να επεκταθεί σε άλλες πράξης, όπως λ.χ. στον τίτλο κτήσης του κληρονομούμενου ή στον έλεγχο της ορθότητας της πρώτης έγγραφης, ακόμα και πριν από την οριστικοποίησή της…» στη συνέχεια απέρριψε την αίτηση- αντιρρήσεις του εκκαλούντος ως ουσιαστικά αβάσιμες και έκρινε ότι « απαιτείται προηγουμένως να προηγηθεί η διόρθωση της αρχικής πρώτης εγγραφής …και έπειτα να καταχωρηθεί η ρηθείσα πράξης αποδοχής κληρονομιάς».

Στην υπό κρίση περίπτωση, δυνάμει της υπ`αριθμόν …./26-4-2012 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών ….., ο εκκαλών, από κοινού με την μητέρα του, …., χήρα …. το γένος …. και την αδερφή του, …. ή …. του …., ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσταντος στις 30.08.2011 …. του …., αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά του τελευταίου, στην οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνεται μία αυτοτελής και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία και συγκεκριμένα η υπό στοιχεία Γιώτα κεφαλαίο αριθμός ένα (1-1) ιδιοκτησία, εμβαδού 36,00 τ.μ., που βρίσκεται αυτοτελώς στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, οικοπέδου, πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, κείμενο στη θέση « ….» της περιφέρειας του Δήμου …. και επί της οδού …( πρώην …) αρ…. και ήδη στη Δημοτική Κοινότητα …., Δημοτικής Ενότητας …., στο Δήμο …. και επί της οδού … αριθμό …. Κατά τα αναγραφόμενα στην ως άνω πράξη αποδοχής κληρονομιάς στην προπεριγραφείσα οριζόντια ιδιοκτησία, ανήκουν ως παραρτήματα και παρακολουθήματα: α) η υπό στοιχεία Ύψιλον κεφαλαίο άλφα μικρό (Υα) αποθήκη του υπογείου ορόφου της άνω πολυκατοικίας, που βρίσκεται κάτωθι του κλιμακοστασίου και β) το υπό στοιχεία Πι κεφαλαίο 10 (Π10) πάρκιγκ της πιλοτής της άνω πολυκατοικίας, που απεικονίζεται με τα στοιχεία αυτά στη μνησθείσα κάτοψη πιλοτής της άνω πολυκατοικίας, ενώ ως αιτία κτήσης των ως άνω ακινήτων εκ μέρους του κληρονομουμένου αναγράφεται η « έκτακτη χρησικτησία». Εν συνεχεία, ο αιτών, με την υπ’αριθμ.πρωτ. …/20-6-
2017 αίτησή του, που υπέβαλε ενώπιον της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου …., αιτήθηκε την καταχώρηση στο οικείο κτηματολογικό φύλλο της εν λόγω πράξης αποδοχής κληρονομιάς, στο οποίο (κτηματολογικό φύλλο) είχε μεν καταχωρηθεί ως δικαιούχος ο δικαιοπάροχος πατέρας του αιτούντος-
εκκαλούντος, χωρίς όμως να έχουν καταχωρηθεί και τα προαναφερόμενα παραρτήματα και παρακολουθήματα, ούτε αναγραφόταν ως τίτλος κτήσης αυτού η έκτακτη χρησικτησία, αλλά το υπ’ αριθμ. …/3-5-1983 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ….. Όμως το ανωτέρω με αριθμό …./3-5-1983 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ….. δεν αφορά πώληση αλλά είναι πράξη σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών και κανονισμός πολυκατοικίας, και ως τέτοιο δεν αποτελεί τίτλο κτήσης του θανόντος, αφού ως τέτοιος αναφέρεται η έκτακτη χρησικτησία. Υπάρχει δηλαδή διάσταση μεταξύ της πρώτης και της μεταγενέστερης εγγραφής. Η Προϊστάμενη του Κτηματολογικού Γραφείου …. Αττικής αρνήθηκε την καταχώριση της πράξης αποδοχής κληρονομιάς και όχι της πρώτης εγγραφής, αλλά διενήργησε έλεγχο νομιμότητας, όχι της προς καταχώρηση πράξης, αλλά της πρώτης εγγραφής. Επικαλούμενη δε την αρχή της διασφάλισης της δημόσιας πίστης που απαιτεί να υπάρχει συνέχεια μεταξύ των εγγραφών αρνήθηκε την καταχώρηση της αιτούμενης πράξης χωρίς να προηγηθεί η διόρθωση της αρχικής-πρώτης εγγραφής προκειμένου να καταχωρηθεί ο ορθός τίτλος κτήσης του αρχικού δικαιούχου. Κατά το διενεργούμενο έλεγχο νομιμότητας της προς καταχώριση πράξεως όμως, δεν είχε δικαίωμα να επεκτείνει τον έλεγχο σε τίτλους κτήσης, και συγκεκριμένα στο υπ’αριθμ. …/3-5-
1983 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …., το οποίο είναι μεταγεγραμμένο στο υποθηκοφυλακείο …. στον τόμο … και αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών αυτού από τις 12-5-
1983 και ήδη έχει καταχωρηθεί ως αρχική εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του Κτηματολογικού Γραφείου …. ως αρχική εγγραφή του με αριθμό ΚΑΕΚ …., ως πλήρης κυριότητα 100%, με όνομα δικαιούχου …..

Περαιτέρω δε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στις νομικές σκέψεις της παρούσας, η άρνηση καταχώρισης πράξης αποδοχής κληρονομιάς, πέραν της μη επιτρεπόμενης εξέτασης εκ μέρους της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου …. κατά το διενεργούμενο από αυτήν έλεγχο νομιμότητας της καταχώρισης της ανωτέρω πράξεως, που υποβλήθηκε από τον αιτούντα, των μεταγεγραμμένων τίτλων στο υποθηκοφυλακείο, σε κάθε περίπτωση δεν είναι σύννομη, διότι ο Προϊστάμενος του κτηματολογικού γραφείου δεν μπορεί να ελέγχει την ορθότητα του εκδοθέντος από τον Ο.Κ.Χ.Ε. κτηματολογικού φύλλου, και ο έλεγχος που διενεργεί περιορίζεται μόνο στις μεταγενέστερες εγγραφές και όχι στις αρχικές. Περαιτέρω, η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου …., που με την από 21-
6-2017 πράξη της απέρριψε την …./20-6-2017 αίτηση του αιτούντος περί καταχώρισης της με αριθμό …./26-4-2012 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών ….., προέβη σε εκτός της δικαιοδοσίας της έλεγχο των αρχικών εγγραφών, για τις οποίες αρμοδιότητα έχει μόνο ο Ο.Κ.Χ.Ε., δεδομένου ότι η ανωτέρω έχει δικαιοδοσία για την έρευνα της νομιμότητας των μεταγενέστερων των αρχικών στα κτηματολογικά φύλλα εγγραφών και δεν νομιμοποιείται να αρνηθεί την καταχώριση νόμιμων μεταγενεστέρων πράξεων για τις οποίες συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την καταχώρισή τους, επειδή διαφωνεί με τις αρχικές εγγραφές, διότι τούτο θα συνιστούσε εμμέσως ανεπίτρεπτο έλεγχο των αρχικών εγγραφών (Βλ. ΜΠρΘεσ 4308/2009, ΜΠρΘεσ 27524/2009, ΜΠρΘεσ 1483/2006 ΤρΝΠλ ΝΟΜΟΣ και Κ. Εμμανουηλίδου, «Ο έλεγχος νομιμότητας στο Εθνικό Κτηματολόγιο και η άρνηση καταχώρησης δικαστικής απόφασης στα κτηματολογικά φύλλα», ΕλλΔνη 2017(58) σελ.31.

Κατ`ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμό 217/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, (Διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί και να γίνει δεκτή η αίτηση (αντιρρήσεις) ως ουσιαστικά βάσιμη, να διαταχθεί η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου …. Αττικής, να καταχωρίσει στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ…. που αφορά αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία και συγκεκριμένα την υπό στοιχεία Γιώτα κεφαλαίο αριθμός ένα (1-1) ιδιοκτησία, εμβαδού 36,00 τ.μ., που βρίσκεται αυτοτελώς στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, οικοπέδου, πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, κείμενο στη θέση «…..» της περιφέρειας του Δήμου …. και επί της οδού … (πρώην …) αρ…. και ήδη στη Δημοτική Κοινότητα …, Δημοτικής Ενότητας …, στο Δήμο … και επί της οδού … αριθμό …, την με αριθμό …./26-4-2012 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών …. με χρόνο καταχώρισης την ημερομηνία υποβολής της αρχικής αίτησης για καταχώριση, δηλαδή την 20-6-2017 . Κατά τα αναγραφόμενα στην ως άνω πράξη αποδοχής κληρονομιάς στην προπεριγραφείσα οριζόντια ιδιοκτησία, ανήκουν ως παραρτήματα και παρακολουθήματα: α) η υπό στοιχεία Ύψιλον κεφαλαίο άλφα μικρό (Υα) αποθήκη του υπογείου ορόφου της άνω πολυκατοικίας, που βρίσκεται κάτωθι του κλιμακοστασίου και β) το υπό στοιχεία Πι κεφαλαίο 10 (ΠΙΟ) πάρκιγκ της πιλοτής της άνω πολυκατοικίας, που απεικονίζεται με τα στοιχεία αυτά στη μνησθείσα κάτοψη πιλοτής της άνω πολυκατοικίας, ενώ ως αιτία κτήσης των ως άνω ακινήτων εκ μέρους του κληρονομουμένου αναγράφεται η « έκτακτη χρησικτησία». Τέλος θα πρέπει να επιστραφεί στον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο που αυτός κατέθεσε για το παραδεκτό αυτής της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.


Εξαφανίζει την με αριθμό 217/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας).

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την αίτηση.

Δέχεται την αίτηση-αντιρρήσεις.

Διατάσσει την Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου …. Αττικής, να καταχωρίσει στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ…. που αφορά αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία και συγκεκριμένα την υπό στοιχεία Γιώτα κεφαλαίο αριθμός ένα (1-1) ιδιοκτησία, εμβαδού 36,00 τ.μ., που βρίσκεται αυτοτελώς στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, οικοπέδου, πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, κείμενο στη θέση «….» της περιφέρειας του Δήμου …. και επί της οδού … (πρώην …) αρ…. και ήδη στη Δημοτική Κοινότητα …, Δημοτικής Ενότητας …, στο Δήμο …. και επί της οδού … αριθμό …, την με αριθμό …/26-4-2012 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών …. με χρόνο καταχώρισης την 20-6-2017.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του νομίμου παράβολου, που αυτός κατέθεσε για το παραδεκτό της έφεσης.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7-4-2020, με απόντα τον εκκαλούντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
………………………………………………………………………………………………………


Ειδικές Κτηματολογικές και Δικονομικές Παρατηρήσεις για τους Νομικούς Επιστήμονες (Δικαστές, Δικηγόρους, Συμβολαιογράφους και Προϊσταμένους Κτηματολογικών Γραφείων)

Βασίλειος Σταματόπουλος
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

Doctor of Laws


Το Εφετείο Αθηνών με την εν θέματι απόφασή του (2249/2020) αποκρυστάλλωσε ad hoc και με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο τα παγιωμένα και ήδη κρατούντα σε επιστημονική θεωρία αλλά και νομολογία πορίσματα, και αφού προχώρησε στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 16 του νόμου 2664/1998, τελικώς διέλυσε μία συνήθη, δυστυχώς, πλάνη, αποκαθιστώντας παράλληλα με απολύτως ασφαλή και δόκιμο αποδεικτικό τρόπο την ορθή Νομική Τάξη. Πιο συγκεκριμένα, και για να γίνει ευχερέστερα κατανοητή η ως άνω απόφαση του Εφετείου, να διασαφηνίσουμε ότι η εφετειακή αυτή απόφαση, αφού προηγουμένως εξαφάνισε την εκκληθείσα υπ΄ αριθμ. 217 / 2019 (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας) πρωτοβάθμια απόφαση του Κτηματολογικού Δικαστού του (Μονομελούς) Πρωτοδικείου Αθηνών [η οποία – εσφαλμένως – είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την αίτηση (αντιρρήσεις κατ΄ άρθρο 16 § 5 του νόμου 2664/1998) του προσφεύγοντος με την οποία αυτός είχε προσβάλει την απορριπτική πράξη της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου], και έχοντας η εν θέματι εφετειακή απόφαση με στέρεη νομική επιχειρηματολογία στη μείζονά της ήδη αποφανθεί ότι κακώς η Προϊσταμένη είχε αρνηθεί την περί ης ο λόγος νομίμως αιτηθείσα από τον προσφεύγοντα καταχώριση, διέταξε τελικώς την εν λόγω Προϊσταμένη όπως καταχωρίσει την επίδικη πράξη αποδοχής κληρονομίας στα οικεία κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου. Διευκρινίζουμε στο σημείο αυτό ότι την ως άνω (απορριπτική) πρωτοβάθμια απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είχε ήδη προσβάλει με έφεσή του ο εκκαλών « ένεκα εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου (κανόνα δικαίου), ήτοι του άρθρου 16 του νόμου 2664/1998, υπό την ειδικωτέραν εδώ μορφή της ελλείψεως νομίμου βάσεως λόγω αντιφατικών αιτιολογιών σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ». Σημειωτέον μάλιστα ότι η εν λόγω πλημμέλεια αξιολογείται από το νομοθέτη ως λίαν σοβαρή, αφού δεν συνιστά μόνον λόγο εφέσεως, αλλά στοιχειοθετεί, ταυτοχρόνως, και επώνυμο λόγο αναιρέσεως (559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ – Έλλειψη Νόμιμης Βάσης), καθόσον, από πλευράς αναιρετικού δικαίου, όπως το δίκαιο αυτό έχει διαπλασθεί παγίως και διαχρονικώς από τη νομολογία του Αρείου Πάγου (βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 634/2017, ΝΟΜΟΣ), η ύπαρξη αντιφατικών προς το διατακτικό της απόφασης αιτιολογιών σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατατάσσεται στους πλέον σημαντικούς λόγους αναιρέσεως μίας δικαστικής αποφάσεως. Ακριβώς γι΄ αυτόν το λόγο εξάλλου η (εκ του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ) αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης ανήκει στους αναιρετικούς εκείνους λόγους οι οποίοι, κατ΄ εξαίρεση, εξετάζονται από τον Άρειο Πάγο ακόμα και αυτεπαγγέλτως (562 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Το Εφετείο στην εν θέματι απόφασή του, προ της εξαφανίσεως της εκκαλουμένης, είχε ήδη καταλήξει με ενδελεχή και πλήρως εμπεριστατωμένη αιτιολογία στο ότι η αρχική απορριπτική πράξη της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου αντίκειτο στο άρθρο 16 του νόμου 2664/1998 καθώς και ότι « σε κάθε περίπτωση δεν είναι σύννομη ». Πράγματι, η απόφανση αυτή του Εφετείου είναι απολύτως ορθή, αν λάβουμε μάλιστα υπ΄ όψιν μας ότι ειδικώς στην επίδικη περίπτωση ακόμα και η ίδια η Προϊσταμένη στην αιτιολογία της απορριπτικής της πράξης είχε και η ίδια αναγνωρίσει ρητώς και expressis verbis ότι διενήργησε « έλεγχο νομιμότητας στις αρχικές κτηματολογικές εγγραφές » και όχι στην προς καταχώρηση πράξη, όπως θα έπρεπε και θα ήταν το νομικώς ορθόν, καθώς και ότι λόγω αυτού ακριβώς του ελέγχου των αρχικών εγγραφών αρνείται τελικά να καταχωρίσει, ως μεταγενέστερη εγγραφή, την επίδικη αποδοχή κληρονομίας εκδίδοντας στο πλαίσιο αυτό την – ήδη προσβληθείσα από τον προσφεύγοντα – απορριπτική της πράξη. Στην προκείμενη δηλαδή περίπτωση ήταν η ίδια η αιτιολογία της απορριπτικής πράξης της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου αυτή που αποκάλυπτε και πλέον καθιστούσε αυταπόδεικτο το μείζον νομικό σφάλμα της τελευταίας. Ειδικότερα, η εν λόγω απορριπτική πράξη ήταν νομικώς παντελώς εσφαλμένη για τον εξής έναν και μοναδικό, νομικώς όμως πρωτεύοντα λόγο : Όλοι οι εκπρόσωποι της θεωρίας του Κτηματολογικού Δικαίου, όπως επίσης και Κτηματολογικοί Δικαστές σε δημοσιευμένα άρθρα – μελέτες τους, καθώς και πλειάδα δικαστικών αποφάσεων έχουν ομοφώνως αποφανθεί ότι ο έλεγχος νομιμότητας που διενεργεί κατ΄ άρθρο 16 ν. 2664/1998 ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου αφορά αποκλειστικώς και μόνον στη νομιμότητα της πράξεως της οποίας ζητείται η καταχώρηση, «είναι δηλαδή έλεγχος καταλληλότητας της εγγραπτέας πράξης » (έτσι επί λέξει η Εισηγητική Έκθεση του ν. 2664/1998 στο άρθρο 16) και δεν δύναται σε καμία περίπτωση να επεκταθεί σε άλλες πράξεις, λόγου χάριν στον τίτλο κτήσης του κληρονομουμένου, πολλώ δε μάλλον όταν οι πράξεις αυτές (όπως ακριβώς συνέβη και στην τεθείσα ενώπιον του Εφετείου ad hoc περίπτωση) είναι ήδη νομίμως εγγεγραμμένες τόσο στο αρχείο του Υπ/κείου όσο κυρίως και στα μετέπειτα βιβλία του λειτουργούντος πλέον Κτηματολογικού Γραφείου ως αρχικές εγγραφές. Όπως μάλιστα συναφώς – και επί λέξει – επισημαίνει σε δημοσιευμένη προσφάτως μελέτη της στο πρώτο τεύχος της Ελληνικής Δικαιοσύνης 2017, τεύχος ειδικά αφιερωμένο στο Κτηματολογικό Δίκαιο, η Κτηματολογική Δικαστής, Αρεοπαγίτης πλέον, Κωνσταντία Εμμανουηλίδου « ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ελέγξει την ορθότητα της πρώτης εγγραφής, ακόμα και πριν από την οριστικοποίησή της, ώστε εν συνεχεία επικαλούμενος τυχόν κατά την γνώμη του ανακρίβεια αυτής να αρνηθεί την καταχώρηση μεταγενέστερης εγγραφής » (ΕλλΔνη 2017 σελ. 31). Αυτό όμως ακριβώς έπραξε in concreto, με ρητή μάλιστα ομολογία εκ μέρους της, η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου, παρά το νόμο και ενώ δεν είχε καμία τέτοια εξουσία, και αυτό ακριβώς επεσήμανε και το Εφετείο Αθηνών στην ενταύθα σχολιαζομένη απόφασή του.

Αλλά και πέραν από την προειρημένη αρθρογραφία, και από πλευράς καθαρά πλέον νομολογίας, απολύτως σταθερή και πάγια είναι η παραδοχή πλείστων όσων δικαστικών αποφάσεων : « Εννοείται, όμως, ότι ο έλεγχος που ενεργεί ο Προϊστάμενος του κτηματολογικού Γραφείου περιορίζεται στις μεταγενέστερες εγγραφές και όχι στις αρχικές. Εχει δε ήδη κριθεί από το παρόν Δικαστήριο ότι ο Προϊστάμενος δεν μπορεί να ελέγχει την ορθότητα του εκδοθέντος από τον Ο.Κ.ΧΕ. κτηματολογικού φύλλου. Με την άρνηση όμως αυτή η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου ……. προέβη σε εκτός της δικαιοδοσίας της έλεγχο των αρχικών εγγραφών, για τις οποίες αρμοδιότητα έχει μόνο ο Ο.Κ.Χ.Ε., δεδομένου ότι αυτή (ενν.η Προϊσταμένη) έχει δικαιοδοσία για την έρευνα της νομιμότητας των μεταγενέστερων των αρχικών στα κτηματολογικά φύλλα εγγραφών. Ο δε Προϊστάμενος του εκάστοτε κτηματολογικού Γραφείου δεν νομιμοποιείται να αρνηθεί την καταχώριση νομίμων μεταγενεστέρων πράξεων για τις οποίες συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την καταχώρησή τους, επειδή διαφωνεί με τις αρχικές εγγραφές, διότι τούτο θα συνιστούσε εμμέσως ανεπίτρεπτο έλεγχο των αρχικών εγγραφών » (έτσι επί λέξει ΜΠρΘεσ/κης 4308/2009, Αρμ 2009.1672, ΜΠρΘεσ/κης 27524/2009, Αρμ 2009.1858 και ΜΠρΘεσ/κης 1483/2006, Αρμ 2007.47). Κατόπιν όλων των ανωτέρω καθίσταται πλέον απολύτως σαφές ότι στην προκειμένη περίπτωση η Προϊσταμένη του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου υπέπεσε τελικώς σε αυτό ακριβώς το πρόδηλο και ομοφώνως χαρακτηριζόμενο από θεωρία και νομολογία νομικό σφάλμα: Έκανε δηλ. (κατά ευθεία παραβίαση του άρθρου 16 του ν. 2664/1998) έλεγχο νομιμότητας στην αρχική εγγραφή, καίτοι κατά τα προαναφερθέντα δεν είχε καμία τέτοια εξουσία, επικαλέστηκε δε ένα – κατά τη γνώμη της – σφάλμα της αρχικής εγγραφής ώστε εν συνεχεία να αρνηθεί εξ αιτίας αυτού ακριβώς του δήθεν σφάλματος την καταχώριση μίας, καθ΄όλα νόμιμης, μεταγενέστερης εγγραφής. Υπ’ αυτήν ακριβώς την άποψη ορθώς το Εφετείο αναφέρει χαρακτηριστικά εν προκειμένω ότι « η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου προέβη σε εκτός της δικαιοδοσίας της έλεγχο των αρχικών εγγραφών …. και δεν νομιμοποιείται να αρνηθεί την καταχώριση νόμιμων μεταγενεστέρων πράξεων για τις οποίες συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την καταχώρισή τους επειδή διαφωνεί με τις αρχικές εγγραφές ».

Αξίζει μάλιστα στο σημείο αυτό να επισημανθεί συναφώς ότι ακόμα και η ίδια η εκκληθείσα από τον προσφεύγοντα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία εσφαλμένως απέρριψε την αίτησή του (αντιρρήσεις), είχε στο αιτιολογικό της δεχθεί ως απολύτως ορθό τον βασικό νομικό ισχυρισμό του προσφεύγοντος, είχε δηλ. δεχθεί και αυτή στο αιτιολογικό της ότι ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ελέγξει την ορθότητα της πρώτης εγγραφής, ακόμα και πριν από την οριστικοποίησή της, ώστε εν συνεχεία επικαλούμενος τυχόν κατά την γνώμη του ανακρίβεια αυτής να αρνηθεί την καταχώρηση μίας μεταγενέστερης εγγραφής. Παρά ταύτα όμως, κατά την κατάστρωση εν συνεχεία του τελικού πορίσματος του δικανικού της συλλογισμού, κατά έναν τρόπο εντελώς αντιφατικό προς τα εξ αυτής προρρηθέντα και κυρίως προς τις ίδιες τις αιτιολογίες της, η εκκληθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απέρριψε τελικώς τις ένδικες αντιρρήσεις του προσφεύγοντος ως ουσιαστικά αβάσιμες. Το εν θέματι σφάλμα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πέρα από νομικό σφάλμα καθ΄εαυτό, ήταν όμως ταυτοχρόνως και σφάλμα προεχόντως λογικό, σφάλμα δηλ. το οποίο αφορούσε και εντοπιζόταν ειδικότερα στην κατάστρωση του δικανικού συλλογισμού (στη θεμελίωση της νόμιμης βάσης, κατά την ορολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού) λόγω αφενός μεν της ad hoc εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 16 του ν. 2664/1998, κυρίως όμως λόγω των αντιφατικών προς το διατακτικό αιτιολογιών (για συλλογιστικό άλμα κάνει προσφυώς λόγο η ΑΠ 634/2017 ενθ΄ ανωτ. αναφερόμενη στους ουσιαστικογενείς – και γι΄ αυτό συγγενείς – αναιρετικούς λόγους εκ των διατάξεων του άρθρου 559 αρ. 1 και 559 αρ. 19 ΚΠολΔ καθώς και στα λεπτά κριτήρια διακρίσεως μεταξύ των δύο αυτών συγγενών αναιρετικών λόγων). Στην επίδικη περίπτωση είχε δηλαδή εμφιλοχωρήσει στην πρωτοβάθμια απόφαση μείζων λογική αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, θεμελιωτική άλλωστε και της σοβαρής αναιρετικής πλημμέλειας του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αντίφαση επί της οποίας – δι΄εφέσεως – εκλήθη εν προκειμένω να αποφανθεί σχετικώς το Εφετείο Αθηνών, όπερ και εγένετο.

Με άλλα λόγια η εκκληθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υπέπεσε και αυτή στο ίδιο ακριβώς σφάλμα (εσφαλμένη εφαρμογή νόμου) που είχε υποπέσει και η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου, αφού η πρωτοβάθμια αυτή απόφαση επικαλείται ένα (δήθεν) σφάλμα της αρχικής εγγραφής ώστε εν συνεχεία να αρνείται εξ αιτίας αυτού ακριβώς του σφάλματος την καταχώριση μίας μεταγενέστερης εγγραφής, αγνοώντας όμως η εκκληθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ότι το σφάλμα αυτό, και αληθές υποτιθέμενο, ως σφάλμα ακριβώς της αρχικής εγγραφής, δεν μπορεί ποτέ να ελεγχθεί στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας του άρθρου 16 του ν. 2664/1998 από τον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου, αφού ο έλεγχος αυτός, όπως γίνεται ομοφώνως δεκτό (βλ. ως άνω), αφορά αποκλειστικώς και μόνον στη νομιμότητα της πράξεως της οποίας ζητείται η καταχώρηση.

Κατόπιν όλων τούτων, το Εφετείο, αφού διέγνωσε το βάσιμο του (μοναδικού) λόγου εφέσεως του προσφεύγοντος – εκκαλούντος, εξαφάνισε την υπ΄΄ αριθμ. 217/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας) ως στερούμενη νόμιμης βάσης και ως έχουσα αιτιολογίες αντιφατικές σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (βλ. και άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ), αναγνωρίζοντας σχετικώς ότι η εξαφανισθείσα πρωτοβάθμια απόφαση εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 16 του νόμου 2664/1998. Εν συνεχεία, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δικάζοντας πλέον κατ΄ ουσίαν, το Εφετείο δέχθηκε καθ’ ολοκληρίαν την αίτηση (αντιρρήσεις κατ΄ άρθρο 16 § 5 του νόμου 2664/1998) του προσφεύγοντος και, συνακολούθως, διέταξε την Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου όπως καταχωρίσει στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου την σχετική δήλωση αποδοχής κληρονομίας με χρόνο μάλιστα καταχώρισης (κατ΄ άρθρο 15 παρ. 2 εδ. γ΄ του νόμου 2664/1998) την ημερομηνία υποβολής της αρχικής αίτησης για καταχώριση εκ μέρους του αιτούντος – προσφεύγοντος. Υπ΄ αυτό ακριβώς το πρίσμα η συμβολή της εν θέματι απόφασεως του Εφετείου Αθηνών (2249 / 2020) στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του Κτηματολογικού Δικαίου και ιδίως του άρθρου 16 του νόμου 2664/1998, καθώς και η κρίσιμη συμβολή της εφετειακής αυτής απόφασης στην οριστική και πλήρη αποκατάσταση της πρόσκαιρα διασαλευθείσης νομικής δικαιοταξίας και δι΄ αυτού του τρόπου η συνολική συμβολή της στην εμπέδωση τόσο της ασφάλειας όσο όμως και της ενότητας του Δικαίου υπήρξε πράγματι ουσιώδης και καταλυτική.

Κρίσιμες νομικές - κτηματολογικές έννοιες, δικονομικό σκεπτικό Εφετείου και κωδικοποιημένη συμπερασματική ανάλυση: Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 16 του νόμου 2664/1998. Άσκηση έφεσης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (άρθρου 16 ν. 2664/1998) και έλλειψη νομίμου βάσεως λόγω αντιφατικών προς το διατακτικό αιτιολογιών. Εξαφάνιση απόφασης Κτηματολογικού Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών. Δεκτές οι αντιρρήσεις κατ΄ άρθρο 16 § 5 του νόμου 2664/1998 του αιτούντος κατά απορριπτικής πράξης της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου. Διατάσσεται η Προϊσταμένη να καταχωρίσει πράξη αποδοχής κληρονομίας στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου με χρόνο καταχώρισης (κατ΄ άρθρο 15 παρ. 2 εδ. γ΄ του νόμου 2664/1998) την ημερομηνία υποβολής της αρχικής αίτησης για καταχώριση εκ μέρους του αιτούντος. Μη νόμιμος ο έλεγχος νομιμότητας στις αρχικές κτηματολογικές εγγραφές και η λόγω του ελέγχου αυτού άρνηση καταχωρίσεως μεταγενέστερης εγγραφής. Ο έλεγχος νομιμότητας που διενεργεί κατ΄ άρθρο 16 ν. 2664/1998 ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου αφορά αποκλειστικώς και μόνον στη νομιμότητα της πράξεως της οποίας ζητείται η καταχώρηση, είναι δηλαδή έλεγχος καταλληλότητας της εγγραπτέας πράξης και δεν δύναται σε καμία περίπτωση να επεκταθεί σε άλλες πράξεις. Ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ελέγξει την ορθότητα της πρώτης εγγραφής, ακόμα και πριν από την οριστικοποίησή της, ώστε εν συνεχεία επικαλούμενος τυχόν κατά την γνώμη του ανακρίβεια αυτής να αρνηθεί την καταχώρηση μεταγενέστερης εγγραφής. Ο Προϊστάμενος δεν μπορεί να ελέγχει την ορθότητα του εκδοθέντος από τον Ο.Κ.ΧΕ. κτηματολογικού φύλλου. Με την άρνηση αυτή η Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου προέβη σε εκτός της δικαιοδοσίας της έλεγχο των αρχικών εγγραφών, για τις οποίες αρμοδιότητα έχει μόνο ο Ο.Κ.Χ.Ε., δεδομένου ότι αυτή έχει δικαιοδοσία για την έρευνα της νομιμότητας των μεταγενέστερων των αρχικών στα κτηματολογικά φύλλα εγγραφών. Ο Προϊστάμενος του εκάστοτε κτηματολογικού Γραφείου δεν νομιμοποιείται να αρνηθεί την καταχώριση νομίμων μεταγενεστέρων πράξεων για τις οποίες συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την καταχώρησή τους, επειδή διαφωνεί με τις αρχικές εγγραφές, διότι τούτο θα συνιστούσε εμμέσως ανεπίτρεπτο έλεγχο των αρχικών εγγραφών.