Εξαιρετική νομιμοποίηση εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων (servicers)
Άρθρο – Μελέτη του Δικηγόρου παρ΄ Αρείω Πάγω και Διδάκτορος Νομικής (ΔΝ) Βασιλείου Σταματόπουλου δημοσιευμένο στο Νομικό Βήμα 2024 (σελ. 224 επ.) το οποίο αναδεικνύει τις σοβαρές ερμηνευτικές και δικαιομεθοδολογικές πλημμέλειες στις οποίες υπέπεσε η πρόσφατη υπ΄ αριθμ. 1/2023 απόφαση της Πλήρους Ολομελείας του Αρείου Πάγου ως προς το δικονομικό ζήτημα της κατάφασης εξαιρετικής νομιμοποίησης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (servicers)
(Παραθέτουμε κρίσιμα και κομβικά αποσπάσματα του προαναφερθέντος άρθρου) :
Και ενώ δικαιοπρακτική θεμελίωση εξαιρετικής νομιμοποιήσεως δεν γίνεται δεκτή στο ελληνικό δίκαιο, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τη δυνατότητα νομοθετικής θεμελιώσεως τοιαύτης. Πράγματι, γίνεται ομοφώνως σε θεωρία και νομολογία δεκτό ότι δυνάμει ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως είναι καθ΄όλα δυνατή και νόμιμη η κατ΄ εξαίρεση νομιμοποίηση μη δικαιούχου / μη υποχρέου διαδίκου, ήτοι γίνεται παγίως δεκτό ότι μπορεί κάλλιστα να θεσπισθεί νομοθετικώς η θεμελίωση/πρόσδοση (ενεργητικής ή/και παθητικής) εξουσίας (νομιμοποίησης) σε ένα τρίτο πρόσωπο προς άσκηση εισαγωγικών ενδίκων βοηθημάτων lato sensu (λ.χ. άσκηση αγωγής, κατάθεση αιτήσεως προς έκδοση διαταγής πληρωμής κλπ.) και εντεύθεν κάταρξη και διεξαγωγή δίκης ιδίω ονόματι προς επιδίωξη αλλοτρίας απαιτήσεως, έτι δε περαιτέρω, μετά την τυχόν απόκτηση εκτελεστού τίτλου, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αμφισβητηθεί ωσαύτως και η συνακόλουθη κατάφαση της αντίστοιχης εξαιρετικής νομιμοποίησης του ιδίου προσώπου προς επίσπευση διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως.
Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015 οι εταιρείες διαχειρίσεως απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (εφεξής ΕΔΑΔΠ) «νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61επ. του ν. 4307/2014. Εφόσον οι Εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης ». Κατόπιν τούτων και δυνάμει της ως άνω απολύτως διαυγούς γραμματικής διατυπώσεως της προεκτεθείσης διατάξεως (άρθρο 2 παρ. 4 ν. 4354/2015) είναι απολύτως σαφές και πέραν πάσης ερμηνευτικής αμφισβητήσεως ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για μία κλασική περίπτωση νομοθετικής θεμελιώσεως κατ΄ εξαίρεση νομιμοποιήσεως και αντίστοιχης, expressis verbis μάλιστα, νομοθετικής προσδόσεως της (κατ΄ εξοχήν δικονομικής) ιδιότητας του μη δικαιούχου διαδίκου στις εν θέματι εταιρείες διαχείρισης (ΕΔΑΔΠ).
Περαιτέρω όμως, το άρθρο 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003 (Τιτλοποίηση Απαιτήσεων) ήδη προέβλεπε ότι σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, « η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο ». Άλλως ειπείν, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα και απολύτως κρίσιμη για το εν θέματι εξεταζόμενο ζήτημα διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003, στην περίπτωση της μεταβιβάσεως (από μία Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού) τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων είναι δυνατή η ανάθεση με σύμβαση ουσιαστικού δικαίου της εξουσίας εισπράξεως και εν γένει διαχειρίσεως των μεταβιβαζόμενων αυτών (τιτλοποιημένων) απαιτήσεων (ιδιοκτησίας εφεξής της δικαιοδόχου εταιρείας ειδικού σκοπού) σε έτερο πρόσωπο εξ ορισμού βεβαίως μη δικαιούχο (είτε δηλ. στην μεταβιβάσασα δικαιοπάροχο Τράπεζα είτε σε τρίτο).
Κατόπιν όλων τούτων και κυρίως επί τη βάσει των δύο αυτών εφαπτόμενων και εν πολλοίς συναφών νομοθετικών πλαισίων (ν. 3156/2003 και ν. 4354/2015) ανέκυψε με ιδιαίτερη ένταση στην δικαστηριακή πράξη το κομβικό ερώτημα εάν οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) του ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση (που θεμελιώνεται στο προεκτεθέν άρθρο 2 § 4 του νόμου αυτού) όχι μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των σχετικών απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού τούτου του ν. 4354/2015, αλλά και οσάκις η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχειρίσεώς τους λαμβάνει χώρα με βάση τις προμνησθείσες διατάξεις για την τιτλοποίηση απαιτήσεων του ν. 3156/2003. Στο ερώτημα αυτό, ερώτημα το οποίο βεβαίως, πέραν της αμιγώς νομικής και δικονομικής του υφής, έχει αναντίρρητα και μείζονες κοινωνικές προεκτάσεις, η απάντηση της νομολογίας υπήρξε από κυμαινόμενη έως αντιφατική, τούτο δε όχι μόνο στα δικαστήρια της ουσίας αλλά ακόμα και στο ανώτατο επίπεδο του Αρείου Πάγου με έκδοση αντιθέτων αποφάσεων των αρμοδίων Τμημάτων του. Ήταν θέμα χρόνου, ως εκ τούτου, το ζήτημα αυτό, εν όψει και της μείζονος ανασφάλειας δικαίου που είχε δημιουργηθεί καθώς και της σύστοιχης κοινωνικής αναστάτωσης η οποία εν τω μεταξύ ευλόγως επικρατούσε, να αχθεί προς κρίση στην Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τελικώς, η συντριπτική πλειονοψηφία των μελών του αποφάνθηκε συναφώς ότι « κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των ν. 4354/2015 και ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων ». Τα επιχειρήματα όμως τα οποία επιστρατεύθηκαν από την Ολομέλεια προς θεμελίωση αυτής ακριβώς της καταληκτικής της αποφάνσεως, πάσχουν όχι μόνον από πλευράς δικονομικής θεωρίας, όσο πρωτίστως από πλευράς Ερμηνείας και Μεθοδολογίας του καθ΄ όλου Δικαίου.
Στο πλαίσιο αυτό, ενδεικτικώς ειπείν, το Ανώτατο Ακυρωτικό αναφέρει χαρακτηριστικά ότι « η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο ». Ορθή μεν η εν θέματι αποστροφή του Αρείου Πάγου, το σχετικό όμως ερμηνευτικό επιχείρημα τελείως εσφαλμένο. Και τούτο διότι ο Άρειος Πάγος προφανώς συγχέει ανεπίτρεπτα τον πανηγυρικό με τον ρητό χαρακτήρα της γραμματικής διατυπώσεως στην περίπτωση οιασδήποτε νομοθετικής θεμελιώσεως εξαιρετικής νομιμοποιήσεως. Η εξαιρετική νομιμοποίηση μη δικαιούχου προσώπου προς κάταρξη και διεξαγωγή δίκης ιδίω ονόματι καθώς επίσης και προς επίσπευση διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως βεβαίως και δεν απαιτεί οιαδήποτε πανηγυρική διατύπωση εκ μέρους του νομοθέτου, πλην όμως απαιτεί σε κάθε περίπτωση ρητή θεμελίωση, χωρίς φυσικά να αρκεί για την κατάφαση εξαιρετικής νομιμοποιήσεως οιαδήποτε δήθεν σιωπηρή, εικαζόμενη, τεκμαιρόμενη ή άλλως ερμηνευτικά συναγόμενη νομοθετική βούληση. Για να το καταστήσουμε ακόμα πιο ευκρινές και εύληπτο, θα λέγαμε ότι η ιεραρχική κλίμακα της αξιολογικής εντάσεως της νομοθετικής προβλέψεως/θεμελιώσεως οιασδήποτε εξαιρετικής νομιμοποιήσεως είναι τριπλή (και όχι διττή, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο Άρειος Πάγος) και είναι η ακόλουθη (με φορά από την πλέον έντονη στην ελάσσονα) : α) πανηγυρική, β) ρητή και γ) ερμηνευτικά συναγόμενη. Όθεν, το γεγονός ότι η νομοθετική θεμελίωση εξαιρετικής νομιμοποιήσεως δεν απαιτείται σε καμία περίπτωση να είναι πανηγυρική (λ.χ. με expressis verbis αναφορά σε μη δικαιούχο διάδικο) είναι απολύτως ορθό, αυτό όμως δεν επάγεται αυτοθρόως, όπως εσφαλμένα υπέλαβε ο Άρειος Πάγος, ότι αρκεί προς τούτο ακόμα και σιωπηρή, εικαζόμενη, οιονεί τεκμαιρόμενη ή άλλως ερμηνευτικά συναγόμενη χορήγηση/πρόσδοση εξαιρετικής νομιμοποιήσεως σε μη δικαιούχο πρόσωπο. Τουναντίον, για μία τοιαύτη θεμελίωση απαιτείται ως conditio sine qua non (αλλά και αρκεί) ρητή νομοθετική πρόβλεψη, τυχόν έλλειψη της οποίας (όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003) ουδόλως δύναται να υποκατασταθεί με οιοδήποτε είδος ερμηνείας εκ μέρους του εφαρμοστού του Δικαίου, πολλώ δε μάλλον με καταφυγή στο επισφαλέστερο είδος ερμηνείας που είναι η αναλογική, την οποία κατ΄΄ ουσίαν υιοθέτησε και επιστράτευσε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στην υπ΄ αριθμ. 1/2023 απόφασή της.
Ας περάσουμε όμως τώρα σε μία έτερη δικαιομεθοδολογική πλημμέλεια στην οποία υπέπεσε το Ανώτατο Ακυρωτικό με την προαναφερθείσα απόφαση. Όπως έχουμε προεκθέσει, η Ολομέλεια απεπειράθη να θεμελιώσει εξαιρετική νομιμοποίηση υπέρ των εταιρειών διαχείρισης του ν. 4354/2015 ακόμα και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων, επί τη βάσει, όπως επί λέξει αναφέρεται, μίας «τελολογικής ερμηνείας». Οίκοθεν βεβαίως νοείται ότι η ονοματοδοσία ή τυχόν οιοσδήποτε άλλος χαρακτηρισμός εκ μέρους του εκάστοτε ερμηνευτή/εφαρμοστή του Δικαίου ως προς την συγκεκριμένη μέθοδο ερμηνείας που ο ίδιος ακολουθεί ούτε δεσμευτικός είναι ούτε κατ΄ ανάγκην ακριβής. Εν ολίγοις, το γεγονός ότι κάποιος ισχυρίζεται ότι προβαίνει σε τελολογική, λόγου χάριν, ερμηνεία δεν επάγεται αυτοδικαίως ότι η συγκεκριμένη ερμηνεία είναι πράγματι τελολογική. Και τούτο διότι ενδεχομένως να έχει παρεισφρήσει falsa demonstratio. Τέτοια ακριβώς περίπτωση εσφαλμένου χαρακτηρισμού εντοπίζουμε και στην υπ΄αριθμ. 1/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου. Το πλέον ενδιαφέρον είναι μάλιστα ότι το εν θέματι σφάλμα ως προς τον χαρακτηρισμό της ερμηνείας στην οποία προέβη ad hoc η Ολομέλεια ως δήθεν τελολογικής προκύπτει – για άλλη μια φορά – από τις ίδιες τις παραδοχές της. Και ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι :
Αναφέρει συναφώς το Ανώτατο Ακυρωτικό: «…εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που….». Η παραδοχή αυτή της Ολομελείας είναι εξ επόψεως Ερμηνείας και Μεθοδολογίας του Δικαίου απολύτως ορθή. Πράγματι, η τελολογική ερμηνεία συνίσταται ακριβώς στην επιλογή εκείνης της ερμηνευτικής εκδοχής από τις πλείονες υπάρχουσες, η οποία (κρίνεται ότι) ανταποκρίνεται πληρέστερα στο σκοπό του νομοθέτου. Ούτως ειπείν, στην τελολογική ερμηνεία ο ερμηνευτής του Δικαίου καλείται να επιλέξει την τελολογικά πιο προσήκουσα και δικαιοπολιτικά πιο πρόσφορη ερμηνευτική εκδοχή μεταξύ τυχόν πλειόνων υπαρχουσών, οι οποίες όμως πρέπει υποχρεωτικώς άπασες « να καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου », όπως προσφυώς επισημαίνεται στην εν λόγω απόφαση. Ειδάλλως, σε περίπτωση δηλαδή που η εκάστοτε προκρινόμενη από τον εφαρμοστή του Δικαίου ερμηνευτική εκδοχή δεν καλύπτεται per se από τη γραμματική διατύπωση του ερμηνευόμενου κανόνος δικαίου, τότε είναι απολύτως σαφές ότι ουδείς λόγος μπορεί να γίνει εν προκειμένω για τελολογική ερμηνεία. Η ερμηνεία σε μία τέτοια περίπτωση σίγουρα δεν είναι τελολογική, το πιο πιθανό δε είναι να πρόκειται για αναλογική. Αυτό βεβαίως θα κριθεί in concreto σε κάθε επίδικη περίπτωση με αυτοτελή εκτίμηση των ειδοποιών κάθε φορά περιστάσεων και δεδομένων.
Κοινή συνισταμένη των κατ΄ ιδίαν γραμματικών διατυπώσεων όλων ανεξαιρέτως των διατάξεων που θεμελιώνουν στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο εξαιρετική νομιμοποίηση μη δικαιούχου προσώπου (του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015 συμπεριλαμβανομένου), ανεξαρτήτως τόσο των όποιων ευλόγων (μικρών ή μεγαλύτερων δεν έχει σημασία) λεκτικών διαφοροποιήσεων μεταξύ τους όσο βεβαίως και ανεξαρτήτως της έντασης του βαθμού πανηγυρικότητας εκάστης διατάξεως (με αποκορύφωμα φυσικά την μέγιστη δυνατή πανηγυρικότητα στο γράμμα του ν. 4354/2015), αποτελεί πάντοτε η εδραία και γραμματικώς αναμφισβήτητη νομοθετική πρόσδοση σε μη δικαιούχο πρόσωπο δικονομικής εξουσίας προς άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και κάταρξη δίκης. Εάν τέτοια πρόσδοση δεν προκύπτει ευθέως και ρητώς από το γράμμα του νόμου, εξαιρετική νομιμοποίηση δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να θεμελιωθεί. Αλλά και κάτι περαιτέρω ακόμα πιο σημαντικό: Εάν τέτοια πρόσδοση δεν προκύπτει ευθέως και ρητώς από το γράμμα του νόμου, τότε τυχόν άλλη ερμηνευτική εκδοχή περί θεμελιώσεως εξαιρετικής νομιμοποιήσεως είναι βεβαίως νοητή, πλην όμως αυτή δεν (θα) μπορεί να γίνει δεκτή στο πλαίσιο τελολογικής ερμηνείας ακριβώς διότι μία τέτοια ερμηνευτική εκδοχή δεν ανήκει στις τυχόν πλείονες οι οποίες « καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου » ώστε να νομιμοποιείται κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο ερμηνευτής/εφαρμοστής του Δικαίου να την επιλέξει. Άλλως ειπείν, μία τέτοια ερμηνευτική εκδοχή (ήτοι περί θεμελιώσεως εξαιρετικής νομιμοποιήσεως), καθ΄ήν στιγμήν ακριβώς η εκδοχή αυτή δεν καλύπτεται από το γράμμα του νόμου, αυτομάτως και αυτοδικαίως εκφεύγει πλέον του κύκλου των τυχόν πλειόνων ερμηνευτικών επιλογών που έχει στη διάθεσή του ο προσφεύγων σε τελολογική ερμηνεία.
Κατόπιν όλων τούτων, και έχοντας πάντοτε υπ΄ όψιν την κατά βάσιν ορθή σύλληψη και περιγραφή της τελολογικής ερμηνείας στην υπ΄ αριθμ. 1/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, τα πράγματα πλέον είναι απολύτως σαφή : Εφόσον, όπως ήδη εκθέσαμε, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αναγνωρίζει και αυτή η ίδια στις παραδοχές της, expressis verbis μάλιστα, ότι η γραμματική διατύπωση του άρθρου 10 παρ. 14 του ν. 3156/2003 καταλαμβάνει μόνον την κατά το ουσιαστικό δίκαιο εξουσία εισπράξεως και εν γένει διαχειρίσεως των τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων χωρίς να θεμελιώνει ταυτοχρόνως και εξαιρετική νομιμοποίηση, ήτοι δικονομική εξουσία κάταρξης και διεξαγωγής δίκης ιδίω ονόματι, όπως όμως αντιθέτως συμβαίνει με το ν. 4354/2015, τότε, με αυτό ακριβώς το δεδομένο (την ρητή δηλ. αυτή παραδοχή της Ολομελείας), οιαδήποτε άλλη ερμηνευτική εκδοχή η οποία άγει σε κατάφαση εξαιρετικής νομιμοποιήσεως υπέρ των εταιρειών διαχείρισης του ν. 4354/2015 (οσάκις η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003), ως εκφεύγουσα ακριβώς του γράμματος του εν θέματι νόμου (άρθρου 10 παρ. 14 ν. 3156/2003) είναι δικαιομεθοδολογικώς βέβαιον ότι δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συναχθεί επί τη βάσει τελολογικής ερμηνείας, όπως εν τέλει εσφαλμένως υπέλαβε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Στο σημείο όμως ακριβώς αυτό θα μπορούσε κάποιος να διατυπώσει πολύ εύλογα την εξής παρατήρηση-ένσταση: Μπορεί πράγματι, υπό το φως πάντοτε και των όσων προεξετέθησαν, η ερμηνεία στην οποία τελικώς κατέφυγε ad hoc η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προς θεμελίωση εξαιρετικής νομιμοποιήσεως (των εταιρειών διαχείρισης του ν. 4354/2015 στο πλαίσιο του ν. 3156/2003) να μην ήταν όντως τελολογική, όπως εσφαλμένα διεκήρυξε η σχετική απόφαση (1/2023), μπορεί, άλλως ειπείν, να χώρησε, πράγματι, falsa demonstratio εκ μέρους του Αρείου Πάγου ως προς την δέουσα ερμηνεία που έλαβε χώρα στην επίδικη περίπτωση, τούτο όμως δεν σημαίνει και κατ΄ ανάγκην ότι το τελικό πόρισμα της Ολομελείας είναι per se εσφαλμένο, αφού σε τελευταία ανάλυση και εν πάση περιπτώσει falsa demonstratio non nocet, όπως θα έλεγε και ο υποθετικός συνομιλητής μας. Είναι όμως πράγματι έτσι ; Είναι δηλαδή ένα εν πολλοίς αδιάφορο θέμα νομικά μη σημαντικής ορολογίας, ένα, ούτως ειπείν, ανούσιο ζήτημα εσφαλμένου απλώς νομικού χαρακτηρισμού άνευ οιασδήποτε περαιτέρω πρακτικής σημασίας; Σε κάθε περίπτωση, θα προσέθετε κάποιος, αυτό που πρέπει πρωτίστως να αξιολογηθεί είναι η ορθότητα ή μη του τελικού πορίσματος και όχι ο ορθός ή τυχόν εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός per se της συγκεκριμένης ερμηνείας στην οποία κατέφυγε in concreto το Ανώτατο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου. Και τούτο διότι δεν αποκλείεται, παρά το τυχαίο ή συμπτωματικό ή εκ παραδρομής γεγονός μίας εμφιλοχωρήσασας εσφαλμένης ονοματοδοσίας συγκεκριμένης ερμηνευτικής μεθόδου, το τελικό ερμηνευτικό πόρισμα να είναι, παρά ταύτα, προσηκόντως θεμελιωμένο και κατ΄ ουσίαν βάσιμο.
Μία τέτοια παρατήρηση θα ήταν πράγματι εύλογη και σε κάθε περίπτωση λίαν παραγωγική, αφού μας κινητοποιεί σε περαιτέρω ερμηνευτικό έλεγχο και σε πιο ενδελεχή και εις βάθος διανοητική-λογική επεξεργασία του σχετικού δικανικού συλλογισμού της ΟλΑΠ 1/2023. Στο σημείο όμως αυτό, ήδη ευθύς εξαρχής και σε κάθε περίπτωση ανεξαρτήτως των όσων θα εκθέσουμε εν συνεχεία, θέλουμε να επισημάνουμε ότι κατά τη γνώμη μας ο εσφαλμένος χαρακτηρισμός μίας γνήσιας και καθαρής (stricto sensu) αναλογικής ερμηνείας ως δήθεν τελολογικής δεν συνιστά σε καμία περίπτωση ένα εκ παραδρομής γλωσσικό ολίσθημα (ένα γραπτό lapsus linguae) ούτε είναι, φρονούμε, ένα, κατά ταύτα, επουσιώδες και εν πολλοίς εννοιοκρατικό ζήτημα νομικοτεχνικής ορολογίας (terminus technicus) αλλά, αντιθέτως, φρονούμε ότι συνιστά ένα μείζον δικαιομεθοδολογικό σφάλμα στο οποίο δυστυχώς υπέπεσε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού. Εξίσου σοβαρό όμως σφάλμα συνιστά, όπως ήδη σημειώσαμε, και η ανεπίτρεπτη ταύτιση της τυχόν πανηγυρικότητας με τον sine qua non ρητό χαρακτήρα της γραμματικής διατυπώσεως οιασδήποτε νομοθετικής διατάξεως που θεμελιώνει εξαιρετική νομιμοποίηση.
Συνιστά κοινό τόπο στον κλάδο της Επιστήμης και της Ερμηνείας του καθ΄ όλου Δικαίου ότι απαγορεύεται η αναλογική ερμηνεία και εφαρμογή νομοθετικής διατάξεως εξαιρετικού δικαίου, ήτοι διατάξεως η οποία διασπά οιονδήποτε θεμελιώδη γενικό νομοθετικό κανόνα εισάγοντας ad hoc εξαίρεση (exceptio) η θέσπιση της οποίας από το νομοθέτη δικαιολογείται μόνον υπό πολύ συγκεκριμένες και απολύτως ειδικές νομικές συνθήκες ή/και βιοτικές περιστάσεις. Αποτελεί κατά ταύτα μείζονα αξιωματική δικαιομεθοδολογική αρχή η αυστηρή (strictissime) και εν ταυτώ συσταλτική ερμηνεία τυχόν τέτοιων εξαιρετικών διατάξεων, η θέσπιση των οποίων – ακριβώς λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρος των – ανήκει, ως εκ τούτου, στην αποκλειστική δικαιοδοσία και αρμοδιότητα του νομοθέτου χωρίς εντεύθεν να επιτρέπεται σε καμία περίπτωση εκ μέρους του εφαρμοστού του Δικαίου οιαδήποτε απόπειρα ερμηνευτικής υποκατάστασης (κυρίως μέσω αναλογικής ερμηνείας και εφαρμογής) κατά νόσφιση αποκλειστικής κατά ταύτα (και όχι συντρέχουσας) νομοθετικής εξουσίας. Τέτοιον ακριβώς εξαιρετικό χαρακτήρα (exceptio) έχουν όμως, μεταξύ άλλων, και όλες οι διατάξεις οι οποίες καθιδρύουν εξαιρετική νομιμοποίηση μη δικαιούχου/μη υποχρέου προσώπου, και ως εκ τούτου οιαδήποτε αναλογική ερμηνεία και εντεύθεν εφαρμογή τους εκτός του αυστηρά καθορισμένου από το νομοθέτη κανονιστικού τους πεδίου συνιστά απαγορευμένη αναλογία νόμου. Εκ τούτων παρέπεται ότι η ερμηνευτική θεμελίωση (με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015) εξαιρετικής νομιμοποιήσεως υπέρ των εν θέματι εταιρειών διαχείρισης στο πλαίσιο του ν. 3156/2003 παραβιάζει, υπό το πρίσμα των προρρηθέντων, θεμελιώδη κανόνα της Μεθοδολογίας και Ερμηνείας του Δικαίου.
Περαιτέρω, η αναλογική εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015 στην οποία τελικώς κατέφυγε ο Άρειος Πάγος πάσχει όμως και εξ ετέρας επόψεως, με το σχετικό σφάλμα να είναι αυτήν την φορά ακόμα πιο σοβαρό σε σχέση με τα προαναφερθέντα. Συνιστά θεμελιώδη, αξιωματική και πρωτεύουσα γενική αρχή των κλάδων της Ερμηνείας και της Μεθοδολογίας του Δικαίου ότι αναλογική εφαρμογή διατάξεως επιτρέπεται αυστηρώς και μόνον σε περίπτωση ερμηνευτικής διαγνώσεως νομοθετικού κενού, το οποίο δι΄ αυτής (ήτοι της αναλογικής εφαρμογής) πληρώνεται. Εάν, αντιθέτως, τέτοιο κενό δεν υπάρχει (ούτε καν διαπιστώνεται από τον ερμηνευτή του δικαίου), τότε τυχόν αναλογική εφαρμογή οιασδήποτε διατάξεως είναι παντελώς ανεπίτρεπτη και σε κάθε περίπτωση αυστηρά απαγορευμένη. Περαιτέρω δε, μία τέτοια αναλογική εφαρμογή (θα) συνιστά αυθαίρετη ερμηνευτική εισπήδηση και νόσφιση της νομοθετικής λειτουργίας. Στην προκειμένη περίπτωση του ν. 3156/2003 όχι μόνο δεν υπάρχει εξ αντικειμένου κανένα απολύτως κενό ώστε να καταλείπεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο οιοδήποτε πεδίο πρόσφορο για αναλογική ερμηνεία, αλλά πολλώ δε μάλλον (και αυτό είναι το εξαιρετικώς κρίσιμο) παρατηρούμε ότι στην σχετική απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου δεν διαλαμβάνεται ούτε καν απλός ισχυρισμός ή η παραμικρή (ερμηνευτική) διαπίστωση περί υπάρξεως νομοθετικού κενού εντός του ν. 3156/2003, ώστε να ενομιμοποιείτο έτσι, έστω και τυπικώς, μία απόπειρα αναλογικής εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015. Εν ολίγοις, ουδέν απολύτως κενό δικαίου υφίσταται στην προκειμένη επίδικη περίπτωση, το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ούτε καν αυτός τούτος ο Άρειος Πάγος δεν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο (την ύπαρξη δηλ. οιουδήποτε κενού). Παρά ταύτα και χωρίς να διαπιστώσει κανένα νομοθετικό κενό στο ευρύτερο σύστημα του ν. 3156/2003 ή έστω στο στενότερο πλαίσιο του άρθρου 10 παρ. 14 του νόμου αυτού, εν τούτοις προχώρησε – δικαιομεθοδολογικά ανεπίτρεπτα – σε αναλογική ερμηνεία και εντεύθεν εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015 εντός του πεδίου εφαρμογής του ν. 3156/2003. Πρόκειται, κατά ταύτα, για μία ακόμα σοβαρή ερμηνευτική εν ταυτώ δε και δικαιομεθοδολογική πλημμέλεια στην οποία υπέπεσε η ΟλΑΠ 1/2023. Την αποφυγή αυτής ακριβώς της μείζονος πλημμέλειας (αλλά και όλων των άλλων πλημμελειών που προαναφέρθηκαν) πιθανολογούμε ότι ίσως επεδίωκε ο Άρειος Πάγος επιλέγοντας τον νομικώς αδόκιμο χαρακτηρισμό μίας γνήσια αναλογικής ερμηνείας (στην οποία και τελικώς κατέφυγε) ως δήθεν τελολογικής, ακριβώς δηλ. για να παρακάμψει τεχνηέντως όλους αυτούς τους εγγενείς και λίαν αυστηρούς δικαιομεθοδολογικούς περιορισμούς που οριοθετούν ex officio την αναλογική ερμηνεία. Φρονούμε δε εν συμπεράσματι, κατόπιν πλέον όλων ανεξαιρέτως των προαναφερθέντων, ότι ειδικώς στην προκειμένη περίπτωση της ΟλΑΠ 1/2023 falsa demonstratio nocet.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα παραπάνω είναι, βεβαίως, μόνο (κομβικά) αποσπάσματα της σχετικής μελέτης του Βασιλείου Σταματόπουλου η οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι πλήρως και καθ΄ ολοκληρίαν δημοσιευμένη στο Νομικό Βήμα 2024 (σελ. 224 επ.), όπου και παραπέμπουμε όσους απαιτητικούς αναγνώστες δεν αρκούνται σε όσα προαναφέρθηκαν αλλά ενδιαφέρονται να μελετήσουν περαιτέρω και πιο ενδελεχώς το σύνολο των επιχειρημάτων του συγγραφέως τα οποία, εν τέλει, αποδομούν πλήρως το τελικό πόρισμα της υπ΄ αριθμ. 1/2023 απόφασης της Ολομελείας του Αρείου Πάγου.
ΠΡΟΣΟΧΗ :
Επισημαίνεται ρητώς ότι όλο το παραπάνω κείμενο προστατεύεται έναντι τυχόν λογοκλοπής από την εθνική αλλά και διεθνή νομοθεσία περί πνευματικών δικαιωμάτων, προορίζεται δε αποκλειστικώς και μόνο για λόγους ενημερώσεως των ενδιαφερομένων, και μόνο για ανάγνωση εντός του παρόντος ιστοτόπου (nomikodidaktirio.gr) και απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί για οιονδήποτε άλλο σκοπό. Ειδικότερα, το ως άνω κείμενο συνιστά κατά το νόμο πνευματική ιδιοκτησία η οποία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ειδικής ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Στο πλαίσιο αυτό απαγορεύεται αυστηρώς η ανάρτηση είτε εν όλω είτε εν μέρει είτε ακόμα και εν περιλήψει του ως άνω κειμένου οπουδήποτε στο διαδίκτυο και ενδεικτικώς σε άλλους ιστοτόπους ή ιστολόγια, όπως επίσης απαγορεύεται ρητώς και η αναδημοσίευσή του σε οποιοδήποτε γραπτό ή ηλεκτρονικό μέσο και γενικά απαγορεύεται η αναπαραγωγή/αντιγραφή του ως άνω κειμένου με οποιονδήποτε τεχνικό ή τυπογραφικό ή άλλο τρόπο (είτε εν συνόλω είτε τμηματικά ή ακόμα και περιληπτικά), όπως επίσης απαγορεύονται η ηλεκτρονική του αντιγραφή (σκανάρισμα), η αποθήκευσή του σε βάση δεδομένων, καθώς και οιαδήποτε άλλη διασκευή του και με οιονδήποτε τρόπο, χωρίς την έγγραφη άδεια του έχοντος τα αποκλειστικά πνευματικά δικαιώματα συγγραφέως Βασιλείου Σταματόπουλου.
© ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΗΛ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ