Υποθήκη και Προσημείωση στο Αστικό Δίκαιο – Ανάλογη εφαρμογή ή μη των σχετικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα

Νομικό Διδακτήριο > Blog > ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ > Υποθήκη και Προσημείωση στο Αστικό Δίκαιο – Ανάλογη εφαρμογή ή μη των σχετικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα

Το ζήτημα της ανάλογης εφαρμογής των περί υποθήκης διατάξεων του Αστικού Κώδικα (άρθρα 1257επ.) επί προσημειώσεως υποθήκης / Θεωρία και νομολογία

Η άσκηση της εμπράγματης υποθηκικής αγωγής από τον προσημειούχο δανειστή (βλ. σχετ. και ΑΠ 1078/2022, 1134/2012, 31/2009 και ΟλΑΠ 14/2006)


Η παρούσα μονογραφία ασχολείται ενδελεχώς με τις διατάξεις των άρθρων 1257 επ. ΑΚ και εξετάζει την ειδικότερη ουσιαστικοδικαιική σχέση μεταξύ των δύο συναφών, πράγματι, θεσμών εμπράγματης ασφάλειας, της υποθήκης δηλ. και της προσημείωσης και πραγματεύεται με τελολογικά όσο και ευρύτερα δικαιομεθοδολογικά κριτήρια το αμφισβητούμενο ζήτημα τυχόν ερμηνευτικής δυνατότητας ανάλογης εφαρμογής των περί υποθήκης διατάξεων του Αστικού Κώδικα στην προσημείωση υποθήκης.

Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι πουθενά στο Εμπράγματο Δίκαιο και δη πουθενά στα άρθρα 1257 επ. ΑΚ, αλλά ούτε και οπουδήποτε αλλού εντός του ΑΚ, ούτε καν στον Εισαγωγικό του Νόμο (ΕισΝΑΚ) δεν ανευρίσκεται διάταξη η οποία να δίδει (τουλάχιστον κατά τρόπο άμεσο) το μεθοδολογικό δικαίωμα στον ερμηνευτή του εμπραγμάτου δικαίου να εφαρμόσει (αναλόγως) επί της προσημείωσης τις σχετικές με την υποθήκη διατάξεις. Με άλλα λόγια, δεν ανευρίσκεται στον Αστικό Κώδικα διάταξη αντίστοιχη με αυτήν του άρθρου 41 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας σύμφωνα με την οποία «Οι σχετικές με την υποθήκη διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στην προσημείωση, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά ». Στο σημείο αυτό πρέπει οπωσδήποτε να επισημανθεί ότι κατά την άποψή μας είναι δικαιομεθοδολογικώς ανεπίτρεπτη και επιστημονικώς παντελώς αυθαίρετη και εντεύθεν αποκρουστέα η σόλοικη ερμηνευτική εισπήδηση της δικονομικογενούς διατάξεως του άρθρου 41 ΕισΝΚΠολΔ στο πεδίο του ουσιαστικού και δη του εμπραγμάτου δικαίου. Η ως άνω διάταξη είναι αμιγώς δικονομική, όχι τόσο γιατί εμπεριέχεται στο κατεξοχήν δικονομικό νομοθέτημα (ΚΠολΔ), όσο κυρίως διότι η τελολογική της θέσπιση συνίσταται αποκλειστικώς και μόνον στην εξυπηρέτηση δικονομικών σκοπιμοτήτων και διαδικαστικών διευκολύνσεων στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Υπό το πρίσμα αυτό λόγου χάριν, η περίληψη κατασχετήριας εκθέσεως (βλ. άρθρο 999 ΚΠολΔ προ της καταργήσεως δια του ν. 4335/2015) θα πρέπει να επιδίδεται όχι μόνο στους ενυπόθηκους δανειστές αλλά δυνάμει του άρθρου 41 ΕισΝΚΠολΔ και στους προσημειούχους. Σε καμία όμως περίπτωση το άρθρο 41 ΕισΝΚΠολΔ δεν μπορεί να απωλέσει την δικονομικογενή του φυσιογνωμία και ιδιοσυστασία, να εκφύγει αυτής, και κατ΄ αυτόν τον τρόπο να «τριτενεργήσει» στο πεδίο του ουσιαστικού (εμπραγμάτου) δικαίου, αφού κάτι τέτοιο απαγορεύεται πρωτίστως, πέραν από θεμελιώδεις τελολογικές και δικαιοσυστηματικές σταθμίσεις, και από τη σαφή γραμματική διατύπωση του άρθρου αυτού σύμφωνα με την οποία «Οι σχετικές με την υποθήκη διατάξεις του ΚΠολΔ (και όχι του ΑΚ) εφαρμόζονται και στην προσημείωση…».

Και στο σημείο αυτό ίσως έχει αρχίσει να διαφαίνεται η κεντρική τελολογική σκόπευση του παρόντος βιβλίου. Διαπιστώθηκε ήδη η ανυπαρξία στο Εμπράγματο Δίκαιο του ΑΚ διατάξεως – αντίστοιχης με αυτήν του άρθρου 41 ΕισΝΚΠολΔ – η οποία να επιτάσσει (ή τουλάχιστον να επιτρέπει) την ανάλογη εφαρμογή των περί υποθήκης διατάξεων και στην προσημείωση υποθήκης. Διαπιστώθηκε επίσης ότι την ανυπαρξία αυτή δεν μπορεί να υποκαταστήσει σε καμία περίπτωση η αποκλειστικώς δικονομική διάταξη του άρθρου 41 ΕισΝΚΠολΔ. Και κατόπιν αυτών των διαπιστώσεων ερωτάται εν προκειμένω: Μήπως με δεδομένη την δικαιοπολιτική ταυτότητα, ή τουλάχιστον με δεδομένη μία κατ΄ αρχήν κανονιστική και ερμηνευτική σύγκλιση των δύο αυτών μορφών εμπραγμάτου ασφαλείας (υποθήκης και προσημειώσεως), και εξ επόψεως πάντοτε της κοινής ουσιαστικοδικαιικής τελολογίας τους (ήτοι της προνομιακής ικανοποιήσεως του δανειστού από το βεβαρημένο ακίνητο, βλ. και άρθρο 1257 ΑΚ), μήπως, ερωτάται συναφώς, και επί τη βάσει όλων αυτών, δικαιούται μεθοδολογικώς ο εφαρμοστής του δικαίου, παρά την απουσία ρητής νομοθετικής διατάξεως, να συναγάγει μείζονα ερμηνευτική αρχή σύμφωνα με την οποία «οι περί υποθήκης διατάξεις των άρθρων 1257επ. ΑΚ εφαρμόζονται αναλόγως και στην προσημείωση υποθήκης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά» ; Ή μήπως, αντιθέτως και e contrario, η σιωπή των συντακτών του ΑΚ στο προκείμενο ζήτημα ήταν σκόπιμη στον βαθμό που αντικατοπτρίζει ουσιώδεις και ερμηνευτικώς ανυπέρβλητες ουσιαστικοδικαιικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο αυτών νομικών θεσμών εμπραγμάτου ασφαλείας επί ακινήτων, εις τρόπον ώστε η συναγωγή τέτοιας ερμηνευτικής αρχής να καταλήγει contra legem και σε κάθε περίπτωση να είναι λίαν επισφαλής ; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα και οριοθετούν το ερμηνευτικό βεληνεκές του παρόντος μελετήματος.

Αξίζει να τονίσουμε ότι ιδιαίτερη βαρύτητα (σε σχέση με τα λοιπά εξεταζόμενα στο βιβλίο ειδικά ζητήματα) θα δοθεί στην δυνατότητα (ή μη) του προσημειούχου δανειστή να ασκήσει την εμπράγματη υποθηκική αγωγή (άρθρα 1291επ. ΑΚ). Πρόκειται για αμφισβητούμενο ερμηνευτικό ζήτημα, τόσο εξ επόψεως θεωρίας του Εμπραγμάτου Δικαίου όσο και νομολογιακώς, ζήτημα το οποίο σε κάθε περίπτωση – λόγω και της πολλαπλότητας των εκφάνσεών του – κεντρίζει το νομικό μας ενδιαφέρον.

Ειδικότερα, στο εν λόγω βιβλίο εξετάζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα ζητήματα:

Αντικείμενο υποθήκης, ασφαλιζόμενη απαίτηση και εγγραφή υποθήκης – Tο ζήτημα της
ανάλογης εφαρμογής επί προσημειώσεως.
α) Αντικείμενο υποθήκης, ασφαλιζόμενη απαίτηση και γενικές αρχές της εμπραγμάτου
ασφαλείας.
β) Εγγραφή υποθήκης.
i) Ερμηνευτικά ζητήματα εκ των άρθρων 1268, 1269, 1270, 1272, 1273, 1276, 1280,
1289, 1300, 1301, 1302, 1303, 1305 έως 1316 και 1333επ. ΑΚ – Γενικός μεθοδολογικός
κανόνας η 1276 AK.
ii) Το ειδικότερο πρόβλημα της (ανάλογης) εφαρμογής του άρθρου 1271 ΑΚ επί
εγγραφής προσημειώσεως – Δικαιοπολιτικές παρατηρήσεις και τελολογικές σταθμίσεις
– Τελική απόφανση.
iii) Εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης σε ακίνητο τρίτου – Ερμηνευτικά ζητήματα εκ
των άρθρων 1265 εδ. α΄ και 1294επ. ΑΚ – Η θέση της νομολογίας του ΑΠ – Ιδία θέση
Η επίδραση της συμφωνίας του άρθρου 1290 εδ. β΄ ΑΚ στην «συναινετική» προσημείωση
υποθήκης.
Η (δια κατασχέσεως) άσκηση της εμπράγματης υποθηκικής αγωγής εκ μέρους του
προσημειούχου δανειστή – H κρατούσα θέση της νομολογίας του ΑΠ – Eρμηνευτικά
ζητήματα εκ των άρθρων 1291επ. ΑΚ και 41ΕισΝΚΠολΔ – Ιδία θέση.

Μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο πατώντας εδώ